- αναμεριάζω
- [ανάμερα]1. τακτοποιώ, συγυρίζω2. απομακρύνομαι λίγο από τη θέση μου, αποσύρομαι, παραμερίζω3. κλίνω, γέρνω προς το ένα μέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάμερα — επίρρ. μακριά, απόμερα, παράμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάμερος. ΠΑΡ. αναμεριάζω] … Dictionary of Greek